- κοσμοσοφία
- ηπολυμάθεια σχετική με τον κόσμο, με το σύμπαν.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cosmosophy < cosm(o)- (πρβλ. κοσμ[ο]- < κόσμος) + -sophy (< μσν. αγγλ. -sophie < αρχ. γαλλ. -sophie < λατ. -sophia < σοφία < σοφός). Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφυτο Δούκα].
Dictionary of Greek. 2013.